αναλήθευτος

αναλήθευτος
-η, -ο
αυτός που δεν επαλήθευσε ή δεν είναι δυνατό να επαληθεύσει, απραγματοποίητος, ανεξακρίβωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αναληθεύω < αναληθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”